Cachinnate
volume
British pronunciation/kˈatʃɪnˌeɪt/
American pronunciation/kˈætʃɪnˌeɪt/

Ορισμός και Σημασία του "cachinnate"

to cachinnate
01

laugh loudly and in an unrestrained way

word family

cachinnate

cachinnate

Verb

cachinnation

Noun

cachinnation

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store