LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cachinnate
/kˈatʃɪnˌeɪt/
/kˈætʃɪnˌeɪt/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "cachinnate"
to cachinnate
ΡΉΜΑ
01
laugh loudly and in an unrestrained way
word family
cachinnate
cachinnate
Verb
cachinnation
Noun
cachinnation
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cachi
cachexy
cachexia
cachet
cachectic
cachinnation
cachou
cachucha
cacicus
cacique
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App