LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Cabinet wood
/kˈabɪnət wˈʊd/
/kˈæbᵻnət wˈʊd/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "cabinet wood"
Cabinet wood
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
moderately dense wood used for cabinetwork
word family
cabinet wood
cabinet wood
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
cabinet scraper
cabinet pudding
cabinet minister
cabinet making
cabinet card
cabinetmaker
cabinetmaking
cabinetry
cabinetwork
cable
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App