LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
By experimentation
/baɪ ɛkspˌɛɹɪməntˈeɪʃən/
/baɪ ɛkspˌɛɹɪməntˈeɪʃən/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "by experimentation"
by experimentation
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in an experimental fashion
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
by doing nothing we learn to do ill
by dint of
by design
by degrees
by default
by extension
by far
by fits and starts
by force of habit
by gum
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App