Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bus stop
01
στάση λεωφορείου
a place at the side of a road that is usually marked with a sign, where buses regularly stop for passengers
Παραδείγματα
She waited at the bus stop for nearly twenty minutes before her bus finally arrived.
Περίμενε στη στάση λεωφορείου για σχεδόν είκοσι λεπτά πριν φτάσει επιτέλους το λεωφορείο της.
The new bus stop features a shelter to protect passengers from the rain and sun.
Η νέα στάση λεωφορείου διαθέτει καταφύγιο για την προστασία των επιβατών από τη βροχή και τον ήλιο.



























