LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Burster
/bˈɜːstə/
/bˈɜːstɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "burster"
Burster
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a quantity of explosive to be set off at one time
word family
burst
burst
Verb
burster
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
burst with
burst upon
burst out
burst mode
burst into
bursting charge
bursting explosive
burweed marsh elder
bury
bury head in the sand
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App