LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Burbling
/bˈɜːblɪŋ/
/ˈbɝbɫɪŋ/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "burbling"
burbling
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
uttered with unrestrained enthusiasm
word family
burble
burble
Verb
burbling
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
burble
burberry
bura
bur-reed family
bur reed
burbly
burbot
burchell's zebra
burden
burden of proof
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App