LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Brown-haired
/bɹˈaʊnhˈeəd/
/bɹˈaʊnhˈɛɹd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "brown-haired"
brown-haired
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having hair of a dark color
02
make less active or intense
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
brown-green
brown-gray
brown-black
brown trout
brown thrush
brown-nose
brown-purple
brown-speckled
brown-striped
brown-tail moth
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App