LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Brook thistle
/bɹˈʊk θˈɪsəl/
/bɹˈʊk θˈɪsəl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "brook thistle"
Brook thistle
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
of central and southwestern Europe
word family
brook thistle
brook thistle
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
brook
broody hen
broody
broodmare
brooding
brooklet
brooklime
brooklyn
brooklyn bridge
brooks
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App