Addible
volume
British pronunciation/ˈadəbəl/
American pronunciation/ˈædəbəl/

Ορισμός και Σημασία του "addible"

01

capable of being added or added to

word family

add

add

Verb

addible

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store