Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
breathing machine
/bɹˈiːðɪŋ məʃˈiːn/
/bɹˈiːðɪŋ məʃˈiːn/
Breathing machine
01
μηχανή αναπνοής, μηχανικός αερισμός
a device that facilitates breathing in cases of respiratory failure
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
μηχανή αναπνοής, μηχανικός αερισμός