LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Breasted
/bɹˈɛstɪd/
/ˈbɹɛstəd/, /ˈbɹɛstɪd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "breasted"
breasted
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having a breast or breasts; or breasts as specified; used chiefly in compounds
breastless
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
breastbone
breast-high
breast-fed
breast-deep
breast reconstruction
breastfeed
breastless
breastmilk storage bag
breastpin
breastplate
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App