Breasted
volume
British pronunciation/bɹˈɛstɪd/
American pronunciation/ˈbɹɛstəd/, /ˈbɹɛstɪd/

Ορισμός και Σημασία του "breasted"

01

having a breast or breasts; or breasts as specified; used chiefly in compounds

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store