Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Weighing scale
01
ζυγαριά, ζυγαριά βάρους
a device used to measure the weight of an object or a person
Παραδείγματα
The shop uses a weighing scale to measure fruits.
Το μαγαζί χρησιμοποιεί μια ζυγαριά για τη μέτρηση των φρούτων.
The kitchen has a small weighing scale for measuring ingredients.
Η κουζίνα έχει ένα μικρό ζυγό για τη μέτρηση των συστατικών.



























