Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bank job
01
ληστεία τράπεζας, κλοπή τράπεζας
a robbery or heist involving a bank, typically involving the illegal act of stealing money or valuables from a bank
Παραδείγματα
" The police are still investigating the bank job that happened last night. "
Η αστυνομία εξακολουθεί να διερευνά την κλοπή τράπεζας που συνέβη χθες το βράδυ.
" They managed to pull off the bank job, but it did n't go as smoothly as they planned. "
Κατάφεραν να πραγματοποιήσουν την ληστεία της τράπεζας, αλλά δεν πήγε τόσο ομαλά όσο είχαν σχεδιάσει.



























