Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
teed off
01
εξοργισμένος, ενόχλητος
feeling angry or annoyed, often as a result of a specific incident
Παραδείγματα
He was really teed off when they canceled his flight.
Ήταν πραγματικά θυμωμένος όταν ακύρωσαν την πτήση του.
You look teed off — what happened?
Φαίνεσαι θυμωμένος—τι συνέβη;



























