Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
money-minded
01
επικεντρωμένος στα χρήματα, προσανατολισμένος στα χρήματα
focused on earning, managing, or prioritizing financial matters
Παραδείγματα
She is money-minded and always seeks profitable opportunities.
Είναι επικεντρωμένη στα χρήματα και αναζητά πάντα κερδοφόρες ευκαιρίες.
A money-minded individual might avoid risky investments.
Ένα άτομο προσανατολισμένο στα χρήματα μπορεί να αποφύγει επικίνδυνες επενδύσεις.



























