Stumbling
volume
British pronunciation/stˈʌmblɪŋ/
American pronunciation/ˈstəmbəɫɪŋ/, /ˈstəmbɫɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "stumbling"

01

faltering or struggling to progress steadily, often due to difficulty, uncertainty, or obstacle

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store