Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
anti-war
01
αντιπολεμικός, ειρηνιστικός
against war, advocating for peace and the prevention of conflict
Παραδείγματα
She is known for her anti-war stance, always speaking out against military interventions.
Είναι γνωστή για την αντιπολεμική της στάση, μιλώντας πάντα κατά των στρατιωτικών επεμβάσεων.
The film is a powerful anti-war statement, showing the devastating effects of conflict.
Η ταινία είναι μια ισχυρή αντιπολεμική δήλωση, που δείχνει τις καταστροφικές επιπτώσεις της σύγκρουσης.



























