Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Long term
01
μακροπρόθεσμος, μακροπρόθεσμη προοπτική
a period of time extending into the future
Παραδείγματα
They made decisions with the long term in mind.
Πήραν αποφάσεις έχοντας κατά νου το μακροπρόθεσμο.
He is thinking about the long term when it comes to his career.
Σκέφτεται το μακροπρόθεσμο όταν πρόκειται για την καριέρα του.



























