LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
In company
/ɪn kˈʌmpəni/
/ɪn kˈʌmpəni/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "in company"
in company
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
with other people in a social setting or group
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
in common with
in common
in combination with
in cold blood
in coherence with
in comparison
in compliance with
in concert with
in conclusion
in concurrence with
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App