Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Job center
01
κέντρο απασχόλησης, γραφείο εργασίας
a government office that helps people find jobs and provides support for jobseekers
Παραδείγματα
She went to the job center to look for new work opportunities.
Πήγε στο κέντρο απασχόλησης για να αναζητήσει νέες ευκαιρίες εργασίας.
The job center offers training programs to improve employability.
Το κέντρο απασχόλησης προσφέρει προγράμματα κατάρτισης για τη βελτίωση της απασχολησιμότητας.



























