Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
health center
/hˈɛlθ sˈɛntɚ/
/hˈɛlθ sˈɛntə/
Health center
01
κέντρο υγείας, διανομείο
a facility that provides basic medical care and health services to a community
Παραδείγματα
She visited the health center for her annual check-up.
Επισκέφτηκε το κέντρο υγείας για το ετήσιο τσεκ άπ της.
The local health center offers vaccinations and wellness programs.
Το τοπικό κέντρο υγείας προσφέρει εμβολιασμούς και προγράμματα ευεξίας.



























