Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Early retirement
01
προωρη συνταξιοδότηση, προσυνταξιοδότηση
the act of leaving a job or career permanently before the typical retirement age
Παραδείγματα
He chose early retirement to spend more time with his family.
Επέλεξε την πρόωρη συνταξιοδότηση για να περάσει περισσότερο χρόνο με την οικογένειά του.
Her health issues forced her into early retirement.
Τα προβλήματα υγείας της την ανάγκασαν να πάρει πρόωρη συνταξιοδότηση.



























