LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Early retirement
/ˈɜːlɪ ɹɪtˈaɪəmənt/
/ˈɜːli ɹɪtˈaɪɚmənt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "early retirement"
Early retirement
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of leaving a job or career permanently before the typical retirement age
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
early purple orchid
early on
early night
early music
early morel
early ripe early rotten
early to bed early to rise
early wake-robin
early warning
early warning radar
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App