Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
brassila
/bɹˈasɪkəɹ əʊlɹˈeɪsiəɹ ɐsɪfˈɑːlə/
Brassica oleracea acephala
01
σκληρό λάχανο με τραχιά σγουρά φύλλα που δεν σχηματίζουν κεφάλι, κέιλ
a hardy cabbage with coarse curly leaves that do not form a head
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σκληρό λάχανο με τραχιά σγουρά φύλλα που δεν σχηματίζουν κεφάλι, κέιλ