LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Fresh air
/fɹˈɛʃ ˈeə/
/fɹˈɛʃ ˈɛɹ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "fresh air"
Fresh air
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
clean and natural air from outside that feels good to breathe
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
fresh
frescobol
fresco-secco
fresco
frequently asked question
fresh as a daisy
fresh bean
fresh breeze
fresh fish
fresh food
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App