Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Social life
01
κοινωνική ζωή, κοινωνική δραστηριότητα
the activities and interactions a person has with other people for fun and enjoyment, outside of work or other responsibilities
Παραδείγματα
Their social life includes dining out and attending concerts together.
Η κοινωνική τους ζωή περιλαμβάνει το να δειπνούν έξω και να παρακολουθούν συναυλίες μαζί.
She often shares stories about her active social life with her coworkers.
Συχνά μοιράζεται ιστορίες για την ενεργό κοινωνική της ζωή με τους συναδέλφους της.



























