LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Short form
/ʃˈɔːt fˈɔːm/
/ʃˈɔːɹt fˈɔːɹm/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "short form"
Short form
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a shorter way of writing a word or phrase, often using initials or abbreviations
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
short film
short end of the stick
short division
short covering
short circuit
short gastric artery
short hundredweight
short iron
short letter
short line
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App