Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to hack into
[phrase form: hack]
01
χακάρω, εισέρχομαι χωρίς άδεια σε
to gain unauthorized access to a computer system or network
Παραδείγματα
The hacker managed to hack into the company ’s database.
Ο χάκερ κατάφερε να εισβάλει στη βάση δεδομένων της εταιρείας.
He was arrested for attempting to hack into government servers.
Συνελήφθη επειδή προσπάθησε να παραβιάσει τους διακομιστές της κυβέρνησης.



























