Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
B-unit
01
μονάδα Β, ατμομηχανή Β
a non-powered locomotive unit that is coupled with a powered locomotive to provide additional traction or increase hauling capacity on trains
Παραδείγματα
The B-unit was coupled behind the lead locomotive to help pull the heavy freight train up the steep incline.
Το B-unit συνδέθηκε πίσω από την κύρια ατμομηχανή για να βοηθήσει στην έλξη του βαρέως φορτηγού τρένου στην απότομη κλίση.
The railroad company used B-units strategically to enhance the efficiency of their long-distance freight services.
Η σιδηροδρομική εταιρεία χρησιμοποίησε B-unit στρατηγικά για να ενισχύσει την αποτελεσματικότητα των υπηρεσιών μακρινών μεταφορών εμπορευμάτων της.



























