Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stravenue
01
μια stravenue, ένας δρόμος που συνδυάζει χαρακτηριστικά ενός δρόμου και μιας λεωφόρου
a road that combines features of a street and an avenue, mainly used in some U.S. cities such as Tucson, Arizona
Παραδείγματα
The store is located on a stravenue near downtown.
Το κατάστημα βρίσκεται σε μια stravenue κοντά στο κέντρο της πόλης.
He took a shortcut through the stravenue to avoid traffic.
Πήρε μια παράκαμψη μέσα από την stravenue για να αποφύγει την κίνηση.



























