Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Overbridge
01
πεζογέφυρα, υπερκείμενη γέφυρα
a structure built to allow pedestrians or vehicles to cross over a road, railway, or river
Παραδείγματα
The overbridge near my house helps pedestrians safely cross the busy highway.
Η πεζογέφυρα κοντά στο σπίτι μου βοηθά τους πεζούς να διασχίσουν με ασφάλεια τον πολυσύχναστο αυτοκινητόδρομο.
They 're constructing a new overbridge over the river to improve traffic flow in the city.
Κατασκευάζουν μια νέα υπερκείμενη γέφυρα πάνω από το ποτάμι για να βελτιώσουν την κυκλοφορία στην πόλη.
Λεξικό Δέντρο
overbridge
bridge



























