Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
double-clutching
/dˈʌbəlklˈʌtʃɪŋ/
/dˈʌbəlklˈʌtʃɪŋ/
Double-clutching
01
διπλή συμπλέκτη, τεχνική διπλής συμπλέκτη
a driving technique that involves pressing the clutch pedal twice during gear shifting
Παραδείγματα
In old manual cars, double-clutching was necessary to smoothly change gears without causing the transmission to jerk.
Στα παλιά χειροκίνητα αυτοκίνητα, το διπλό συμπλέκτη ήταν απαραίτητο για την ομαλή αλλαγή ταχυτήτων χωρίς να προκαλεί τράβηγμα στο κιβώτιο ταχυτήτων.
Truck drivers often learn double-clutching to handle large vehicles more efficiently on steep hills.
Οι οδηγοί φορτηγών συχνά μαθαίνουν το διπλό συμπλέκτη για να χειρίζονται μεγαλύτερα οχήματα πιο αποτελεσματικά σε απότομους λόφους.



























