Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Microcar
01
μικροαυτοκίνητο, μινιαυτοκίνητο
a small, lightweight automobile typically designed for urban driving and characterized by its compact size and minimalistic features
Παραδείγματα
The city 's narrow streets were filled with microcars darting in and out of traffic.
Οι στενοί δρόμοι της πόλης ήταν γεμάτοι με μικροαυτοκίνητα που ελισσόντουσαν στην κυκλοφορία.
She preferred a microcar for its fuel efficiency and ease of parking in crowded areas.
Προτιμούσε ένα μικροαυτοκίνητο για την κατανάλωση καυσίμου και την ευκολία στάθμευσης σε γεμάτες περιοχές.
Λεξικό Δέντρο
microcar
car



























