Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Three-wheeler
01
τρίκυκλο, όχημα με τρεις τροχούς
a vehicle with three wheels
Παραδείγματα
He drove his new three-wheeler around the neighborhood.
Οδήγησε το νέο του τρίκυκλο γύρω από τη γειτονιά.
The company introduced an electric three-wheeler for urban transport.
Η εταιρεία εισήγαγε ένα ηλεκτρικό τρίκυκλο για αστική μεταφορά.



























