Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Markswoman
01
σκοπεύτρια, ελεύθερη σκοπεύτρια
a female skilled in shooting or target sports, particularly with firearms
Παραδείγματα
She proved herself as a talented markswoman during the rifle shooting event.
Απέδειξε ότι είναι ταλαντούχα σκοπεύτρια κατά τη διοργάνωση σκοποβολής με τουφέκι.
The markswoman's accuracy with the bow impressed everyone at the tournament.
Η ακρίβεια της σκοπεύτριας με το τόξο εντυπωσίασε όλους στο τουρνουά.



























