Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Loose forward
01
εύκαμπτος επιθετικός, πολυτάλαντος παίκτης στο ράγκμπι που παίζει συνήθως σε θέσεις επιθετικού
a versatile player in rugby who typically plays in the forward positions
Παραδείγματα
The loose forward made a crucial tackle near the try line.
Ο εύκαμπτος επιθετικός έκανε μια κρίσιμη μαρκάρισμα κοντά στη γραμμή της προσπάθειας.
His agility and ball-handling skills make him an effective loose forward.
Η ευκινησία του και οι δεξιότητες χειρισμού της μπάλας τον κάνουν έναν αποτελεσματικό εύκαμπτο επιθετικό.



























