Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to box out
01
μπλοκάρω, παίρνω θέση για ριμπάουντ
(in basketball) to position oneself between an opponent and the basket to secure a rebound
Παραδείγματα
He used his strength to box out the taller player.
Χρησιμοποίησε τη δύναμή του για να box out τον ψηλότερο παίκτη.
She learned how to box out effectively during practice.
Έμαθε να μπλοκάρει αποτελεσματικά κατά την προπόνηση.



























