Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Penalty kick
01
πέναλτι, έλλειμμα
a direct free kick taken from the penalty spot, awarded after a foul in the penalty area
Παραδείγματα
He scored the winning goal with a penalty kick.
Σκόραρε το νικητήριο γκολ με ένα πέναλτι.
The penalty kick hit the crossbar.
Το πέναλτι χτύπησε το δοκάρι.



























