Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Poolside
01
πλευρά της πισίνας, άκρη της πισίνας
the area surrounding a swimming pool where spectators or swimmers relax or watch activities
Παραδείγματα
Lifeguards monitored the poolside to ensure safety.
Οι ναυαγοσώστες παρακολουθούσαν την πλευρά της πισίνας για να διασφαλίσουν την ασφάλεια.
The poolside bar served refreshing drinks to swimmers and sunbathers.
Το μπαρ στην πισίνα σέρβιρε δροσιστικά ποτά στους κολυμβητές και τους ηλιοθεραπευόμενους.
Λεξικό Δέντρο
poolside
pool
side



























