Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Brae
01
πλαγιά, απόκρημνη πλαγιά
a steep bank or hillside, especially one along a river or stream
Παραδείγματα
The house was nestled against the brae, offering stunning views of the valley below.
Το σπίτι ήταν χτισμένο πλάι στην πλαγιά, προσφέροντας εντυπωσιακή θέα στην κοιλάδα από κάτω.
We took a leisurely stroll along the brae, enjoying the cool breeze and scenic landscape.
Περπατήσαμε ήρεμα κατά μήκος της πλαγιάς, απολαμβάνοντας το δροσερό αεράκι και το γραφικό τοπίο.



























