Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
situated learning
/sˈɪtʃuːˌeɪɾᵻd lˈɜːnɪŋ/
/sˈɪtʃuːˌeɪtɪd lˈɜːnɪŋ/
Situated learning
01
καθεστηκός μάθηση, μαθησιακό πλαίσιο
an educational theory that emphasizes learning within the context of authentic, real-world experiences
Παραδείγματα
Situated learning theory suggests that learners acquire knowledge and skills best when they are engaged in meaningful activities within relevant contexts.
Η θεωρία της εντοπισμένης μάθησης προτείνει ότι οι μαθητές αποκτούν γνώσεις και δεξιότητες καλύτερα όταν εμπλέκονται σε ουσιαστικές δραστηριότητες σε σχετικά πλαίσια.
Apprenticeships are often cited as examples of situated learning, where individuals learn skills through hands-on experience and mentorship within a specific trade or profession.
Οι μαθητείες αναφέρονται συχνά ως παραδείγματα κατάστασης μάθησης, όπου τα άτομα μαθαίνουν δεξιότητες μέσω της πρακτικής εμπειρίας και της συμβουλευτικής σε ένα συγκεκριμένο επάγγελμα.



























