Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Pass rate
01
ποσοστό επιτυχίας, ποσοστό περάσματος
the percentage of individuals who successfully meet the requirements or achieve a passing score in an assessment or examination
Παραδείγματα
The driving test pass rate increased significantly after new safety measures were introduced.
Ο δείκτης επιτυχίας στις εξετάσεις οδήγησης αυξήθηκε σημαντικά μετά την εισαγωγή νέων μέτρων ασφάλειας.
Despite preparation, the medical licensing exam pass rate remained relatively low.
Παρά την προετοιμασία, ο δείκτης επιτυχίας στις ιατρικές εξετάσεις άδειας ασκήσεως επαγγέλματος παρέμεινε σχετικά χαμηλός.



























