Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bracing
01
ζωηρός, ενεργητικός
imparting vitality and energy
Bracing
01
στοιχείο ενίσχυσης, στύλος στήριξης
a structural member used to stiffen a framework
Λεξικό Δέντρο
bracing
brace
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ζωηρός, ενεργητικός
στοιχείο ενίσχυσης, στύλος στήριξης
Λεξικό Δέντρο