Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sustainably
01
βιωσιμώς, με βιώσιμο τρόπο
in a manner that maintains a particular state or condition over time
Παραδείγματα
The organization strived for sustainably increased benefits for its workforce.
Ο οργανισμός αγωνίστηκε για βιωσιμώς αυξημένα οφέλη για το εργατικό δυναμικό του.
The company aimed to achieve sustainably elevated salaries for its entire staff.
Η εταιρεία στόχευε στην επίτευξη βιωσιμώς αυξημένων μισθών για όλο το προσωπικό της.
02
βιωσιμώς
in a manner that is environmentally practical in the long term, without draining resources or causing harm
Παραδείγματα
The construction project aims to utilize sustainably sourced materials.
Το έργο κατασκευής στοχεύει στη χρήση υλικών που προέρχονται από βιώσιμες πηγές.
Renewable energy sources contribute to a more sustainably powered world.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας συμβάλλουν σε έναν κόσμο που τροφοδοτείται με βιώσιμο τρόπο.
Λεξικό Δέντρο
sustainably
sustainable
sustain



























