Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
boxed
01
πλαισιωμένο, μέσα σε ένα πλαίσιο
enclosed in or set off by a border or box
02
τοποθετημένος σε κουτί, συσκευασμένος
enclosed in or as if in a box
Λεξικό Δέντρο
boxed
box
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πλαισιωμένο, μέσα σε ένα πλαίσιο
τοποθετημένος σε κουτί, συσκευασμένος
Λεξικό Δέντρο