engage in a dispute
volume

Ορισμός και Σημασία του "[engage] in a dispute"

to engage in a dispute
01

to actively participate in a disagreement or conflict with someone

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store