Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Demigirl
01
ημικόρη, ημιγυναίκα
a gender identity where an individual was assigned female at birth but does not fully identify with being a woman, socially or mentally
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ημικόρη, ημιγυναίκα