Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in step with
01
σε βήμα με, στον ίδιο ρυθμό με
moving at the same pace, rhythm, or level as someone or something else
Παραδείγματα
The company 's growth strategy is in step with current market trends.
Η στρατηγική ανάπτυξης της εταιρείας είναι σε συγχρονισμό με τις τρέχουσες τάσεις της αγοράς.
Her progress in learning the new skill is in step with her classmates'.
Η πρόοδός της στην εκμάθηση της νέας δεξιότητας είναι στο ίδιο βήμα με των συμμαθητών της.



























