Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
in conjunction with
01
σε συνεργασία με, μαζί με
in combination or partnership with another
Παραδείγματα
The marketing team is working in conjunction with the design department to create a new advertising campaign.
Η ομάδα μάρκετινγκ εργάζεται σε συνεργασία με το τμήμα σχεδιασμού για να δημιουργήσει μια νέα διαφημιστική καμπάνια.
The research study was conducted in conjunction with several universities.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία με πολλά πανεπιστήμια.



























