Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
pursuant to
01
σύμφωνα με, κατά
following a specific law, regulation, or requirement
Παραδείγματα
The company made changes to its policies pursuant to the new government regulations.
Η εταιρεία έκανε αλλαγές στις πολιτικές της σύμφωνα με τους νέους κυβερνητικούς κανονισμούς.
The documents were filed pursuant to the court order.
Τα έγγραφα κατατέθηκαν σύμφωνα με τη δικαστική απόφαση.



























