Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
with a view to
01
με σκοπό, με πρόθεση
with the intention of achieving or considering something
Παραδείγματα
They conducted market research with a view to identifying potential customers and developing targeted marketing strategies.
Πραγματοποίησαν έρευνα αγοράς με στόχο τον εντοπισμό πιθανών πελατών και την ανάπτυξη στοχευμένων στρατηγικών μάρκετινγκ.
He enrolled in the course with a view to improving his skills.
Εγγράφηκε στο μάθημα με σκοπό να βελτιώσει τις δεξιότητές του.



























